- πόλιτσα
- η, Ν(διαλ. τ.)1. φορτωτική2. συμβόλαιο ασφαλιστικής εταιρείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. polizza «δελτίο, απόδειξη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
poliţă — PÓLIŢĂ1, poliţe, s.f. Suport de scândură fixat orizontal pe un perete, într un dulap etc., pe care se ţin diferite obiecte. ♦ Obiect de mobilier prevăzut cu asemenea suporturi. [pl. şi: poliţi] – Din sl. polica. Trimis de oprocopiuc, 30.03.2004.… … Dicționar Român
Καλαρίτικος — Ποταμός (περ. 12 χλμ.) του νομού Ιωαννίνων, παραπόταμος του Άραχθου, γνωστός και ως Καλαρρυτινός. Πηγάζει από το βουνό Περιστέρι (το αρχαίο Λάκμο) και, ρέοντας αρχικά προς τα Ν, διασχίζει τα χωριά Σιράκο και Καλαρίτες. Στη συνέχεια ακολουθεί… … Dictionary of Greek